Αποκλειστικός σκοπός της διερεύνησης ήταν η εξακρίβωση των αιτίων που προκάλεσαν το ατύχημα ή το σοβαρό συμβάν, με στόχο την πρόληψη ατυχημάτων ή συμβάντων και δεν αποσκοπούσε στη διαπίστωση υπαιτιότητας και στον καταλογισμό ευθυνών ή αξιώσεων.
Σε διερεύνηση υπόκεινταν όλα τα ατυχήματα ή σοβαρά συμβάντα που είχαν συμβεί σε αεροσκάφος κατά τη διάρκεια της πτητικής λειτουργίας του ή πριν και μετά αυτής εάν η Επιτροπή ανέμενε από την έρευνα να προκύψουν νέα δεδομένα για την βελτίωση της ασφάλειας πτήσεων. Το ίδιο ίσχυε για τη διερεύνηση ατυχημάτων ή σοβαρών συμβάντων που συνέβαιναν σε ανεμόπτερα και μηχανοκίνητα ανεμόπτερα, υπερελαφρά, αιωρόπτερα, μοτοαιωρόπτερα, αλεξίπτωτα και αερόστατα.
(Ν2912/2001 – Άρθρο 4)
Οι διερευνήσεις γίνονταν σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονταν στο Παράρτημα 13 (Annex 13) της Σύμβασης του Σικάγο, τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 996/2010 και τον ν. 2912/01 όπως αυτοί είχαν τροποποιηθεί και ίσχυαν.
Η ΕΔΑΑΠ, όπως και όλες οι επιτροπές διερεύνησης διεθνώς που λειτουργούν σύμφωνα με τις διαδικασίες του ICAO, εξέδιδε επί συμβουλευτικής βάσης Συστάσεις Ασφαλείας Πτήσεων προς τους Εθνικούς και Διεθνείς αρμόδιους φορείς, προκειμένου να διορθωθούν αδυναμίες και ελλείψεις που εντοπίζονταν κατά τις διερευνήσεις ή προέκυπταν από την παγκόσμια αεροπορική εμπειρία.
Επίσης τηρούσε και επεξεργαζόταν στατιστικά στοιχεία ατυχημάτων και συμβάντων σε εθνική και διεθνή βάση και παρακολουθούσε την εφαρμογή των συστάσεων ασφαλείας που εξέδιδε.
Η ΕΔΑΑΠ συνεργάζονταν στενά με τις αντίστοιχες επιτροπές των άλλων κρατών μελών του ICAO καθώς και με κάθε Αρχή, Οργανισμό ή Ίδρυμα που ασχολείται με την ασφάλεια των πτήσεων.
Οι τελικές Εκθέσεις Διερεύνησης και οι Συστάσεις Ασφάλειας που εξέδιδε η ΕΔΑΑΠ δημοσιοποιούνταν σε αυτή την ιστοσελίδα.